Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: confiserie και confisquer

confiserie [kɔ͂fizʀi] ΟΥΣ θηλ

1. confiserie (magasin):

2. confiserie (sucrerie):

Süßigkeit θηλ

3. confiserie sans πλ (industrie):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina