Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: grossissant και grossiste

I . grossiste [gʀosist] ΕΠΊΘ

II . grossiste [gʀosist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Grossist(in) αρσ (θηλ)
Großhändler(in) αρσ (θηλ)

grossissant(e) [gʀosisɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. grossissant (qui fait paraître plus gros):

Vergrößerungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina