Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: haschisch , fiscaliste , fiscaliser , hachisch , fiscalement , fiscal fiscale και fiscalité

fiscaliser [fiskalize] ΡΉΜΑ μεταβ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

hachichNO [ˊaʃiʃ], haschischOT ΟΥΣ αρσ

Haschisch ουδ o αρσ

fiscalité [fiskalite] ΟΥΣ θηλ

hachisch

hachisch → haschich

Βλέπε και: hachich

hachichNO [ˊaʃiʃ], haschischOT ΟΥΣ αρσ

Haschisch ουδ o αρσ
fiscaliste (spécialiste du droit fiscal) αρσ θηλ ΦΟΡΟΛ
Steuerexperte (-expertin) αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina