Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mono , honor και donor

do·nor [ˈdəʊnəʳ] ΟΥΣ

donor also ΝΟΜ
darovalec(darovalka) αρσ (θηλ)
donator(ka) αρσ (θηλ)

hon·or ΟΥΣ ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ

honor → honour:

Βλέπε και: honour

I . hon·our [ˈɒnəʳ] ΟΥΣ

2. honour (award):

3. honour (title):

4. honour (in golf):

there's honour among thieves παροιμ

II . hon·our [ˈɒnəʳ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. honour person:

2. honour (fulfil):

izpolnjevati [στιγμ izpolniti]

3. honour ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

I . mono [ˈmɒnəʊ] ΟΥΣ no πλ ΜΟΥΣ

mono αρσ

II . mono [ˈmɒnəʊ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina