Αγγλικά » Σλοβενικά

row1 [rəʊ] ΟΥΣ

1. row (line):

row
vrsta θηλ
v vrstah

2. row (street):

row
ulica θηλ

3. row (in succession):

in a row

I . row2 [raʊ] ΟΥΣ esp βρετ αυστραλ

1. row (quarrel):

row
prepir αρσ
row
spor αρσ

2. row (noise):

row
hrup αρσ
row
trušč αρσ

II . row2 [raʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ esp βρετ οικ

I . row3 [rəʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ

row
veslati [στιγμ zaveslati]

II . row3 [rəʊ] ΡΉΜΑ μεταβ

row boat:

veslati [στιγμ zaveslati ]čez

III . row3 [rəʊ] ΟΥΣ usu ενικ

death ˈrow ΟΥΣ αμερικ

skid ˈrow ΟΥΣ no πλ esp αμερικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rowed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina