Αγγλικά » Σλοβενικά

I . pity [ˈpɪti] ΟΥΣ no πλ

1. pity (compassion):

for pity's sake

2. pity (shame):

what a pity!
more's the pity esp βρετ

II . pity <-ie-> [ˈpɪti] ΡΉΜΑ μεταβ to pity sb

self-ˈpity ΟΥΣ no πλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Love isn't safe when pity's prowling around.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina