Αγγλικά » Σλοβενικά

I . list·en [ˈlɪsən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. listen (pay heed):

3. listen (attempt to hear):

II . list·en [ˈlɪsən] ΕΠΙΦΏΝ

III . list·en [ˈlɪsən] ΟΥΣ no πλ

Παραδειγματικές φράσεις με listened

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina