Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: combination , combine , bombing και combined

com·bi·na·tion [ˌkɒmbɪˈneɪʃən] ΟΥΣ

kombinacija θηλ +γεν

com·bined [kəmˈbaɪnd] ΕΠΊΘ

bomb·ing [ˈbɒmɪŋ] ΟΥΣ

II . com·bine [kəmˈbaɪn] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. combine (mix together):

združevati se [στιγμ združiti se]

2. combine (work together):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina