I . feed [fi:d] ΟΥΣ
II . feed <fed, fed> [fi:d] ΡΉΜΑ μεταβ
1. feed:
-
hraniti [στιγμ nahraniti po steklenički]
2. feed (provide food for):
-
prehranjevati [στιγμ prehraniti]
3. feed (supply):
-
oskrbovati [στιγμ oskrbeti]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.