Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: beak , behave , beggar και began

I . beg·gar [ˈbegəʳ] ΟΥΣ

1. beggar (poor person):

berač(ica) αρσ (θηλ)

2. beggar + επίθ esp βρετ:

beggars can't be choosers παροιμ

II . beg·gar [ˈbegəʳ] ΡΉΜΑ μεταβ

II . be·have [bɪˈheɪv] ΡΉΜΑ μεταβ to behave oneself

beak [bi:k] ΟΥΣ

kljun αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina