elevation [βρετ ˌɛlɪˈveɪʃ(ə)n, αμερικ ˌɛləˈveɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. elevation (in rank, status):
4. elevation (of gun):
- elevazione θηλ
5. elevation ΘΡΗΣΚ:
- elevazione θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.