I.rig [βρετ rɪɡ, αμερικ rɪɡ] ΟΥΣ βρετ οικ (trick)
II.rig <forma in -ing rigging, παρελθ, μετ παρακειμ rigged> [βρετ rɪɡ, αμερικ rɪɡ] ΡΉΜΑ μεταβ (control fraudulently)
III.rig [βρετ rɪɡ, αμερικ rɪɡ] ΟΥΣ
1. rig ΝΑΥΣ:
- attrezzatura θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.