I.fence [βρετ fɛns, αμερικ fɛns] ΟΥΣ
3. fence (receiver of stolen goods):
- fence οικ
II.fence [βρετ fɛns, αμερικ fɛns] ΡΉΜΑ μεταβ
III.fence [βρετ fɛns, αμερικ fɛns] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. fence (be evasive):
3. fence (receive stolen goods):
- fence οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.