I.complexion [βρετ kəmˈplɛkʃ(ə)n, αμερικ kəmˈplɛkʃən] ΟΥΣ
1. complexion (skin colour):
- colorito αρσ
- carnagione θηλ
- to have a bad, clear complexion
- to have a fair, dark complexion
2. complexion (nature):
- aspetto αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.