Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

avholde στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για avholde στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

holden → hold I, II, III

1. holder (person who possesses something):

titolare αρσ θηλ
possessore αρσ / posseditrice θηλ
detentore αρσ / detentrice θηλ
possessore αρσ / posseditrice θηλ
titolare αρσ θηλ

avholde στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για avholde στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski