advertisement [βρετ ədˈvəːtɪzm(ə)nt, ədˈvəːtɪsm(ə)nt, αμερικ ˈædvərˌtaɪzmənt, ədˈvərdɪzmənt] ΟΥΣ
1. advertisement:
- a good, bad advertisement for μτφ
3. advertisement:
4. advertisement U:
- pubblicità θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.