Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

Naturaleinkünfte στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για Naturaleinkünfte στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

2. natural (usual, normal):

natural person ΝΟΜ

naturalness [βρετ ˈnatʃ(ə)r(ə)lnəs, ˈnatʃ(ə)rəlnəs, αμερικ ˈnætʃ(ə)rəlnəs] ΟΥΣ

Naturaleinkünfte στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για Naturaleinkünfte στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski