I.arrest [αμερικ əˈrɛst, βρετ əˈrɛst] ΟΥΣ
II.arrest [αμερικ əˈrɛst, βρετ əˈrɛst] ΡΉΜΑ μεταβ
1. arrest (detain):
2. arrest:
- atrofia θηλ
3. arrest (hold, detain):
- arrest λογοτεχνικό
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.