I.send <παρελθ & μετ παρακειμ sent> [αμερικ sɛnd, βρετ sɛnd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. send (dispatch):
2. send (direct, cause to go):
3.1. send (propel, cause to move):
4.1. send person + συμπλήρ:
4.2. send (carry away):
- send αργκ, παρωχ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.