refer to ΡΉΜΑ [αμερικ rəˈfər -, βρετ rɪˈfəː -] (v + prep + o)
1. refer to (mention):
- refer to
2. refer to (allude to):
- refer to
3. refer to (apply to, concern):
- refer to regulations/orders:
- atañer a
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.