practised στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για practised στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Βλέπε και: practiced

Βλέπε και: practice

1. practice U (training, repetition):

práctica θηλ
ejercicios αρσ πλ de piano
prácticas θηλ πλ de tiro
practice makes perfect προσδιορ game
practice session ΜΟΥΣ
ensayo αρσ

3. practice C or U (custom, procedure):

costumbre θηλ
métodos αρσ πλ de trabajo

practice on ΡΉΜΑ [αμερικ ˈpræktəs -, βρετ ˈpraktɪs -], practise upon βρετ ΡΉΜΑ (v + prep + o) τυπικ

1. practice U (training, repetition):

práctica θηλ
ejercicios αρσ πλ de piano
prácticas θηλ πλ de tiro
practice makes perfect προσδιορ game
practice session ΜΟΥΣ
ensayo αρσ

3. practice C or U (custom, procedure):

costumbre θηλ
métodos αρσ πλ de trabajo
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για practised στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

practised στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για practised στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για practised στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to practise βρετ [or practice αμερικ] law
to practise [or practice αμερικ] yoga
to practise βρετ
to practise βρετ
to practise [or practice αμερικ] sports
to practise βρετ

practised Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be practised in sth
a practised liar
to practise [or practice αμερικ] sports
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文