office [αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs, βρετ ˈɒfɪs] ΟΥΣ
1. office C:
- oficina θηλ
- despacho αρσ
- oficina θηλ
- oficinas θηλ πλ
- oficina θηλ
- bufete αρσ
- consultorio αρσ
- consulta θηλ
- ofimática θηλ
3. office <offices, pl > (assistance) τυπικ:
- mediación θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.