I.wallow [αμερικ ˈwɑloʊ, βρετ ˈwɒləʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. wallow (bathe):
1.2. wallow (delight):
2. wallow ship/boat:
II.wallow [αμερικ ˈwɑloʊ, βρετ ˈwɒləʊ] ΟΥΣ
1. wallow (action) χωρίς πλ:
2. wallow C (place):
- revolcadero αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.