I.walloping [αμερικ ˈwɑləpɪŋ, βρετ ˈwɒləpɪŋ] ΟΥΣ οικ
2. walloping (defeat):
II.walloping [αμερικ ˈwɑləpɪŋ, βρετ ˈwɒləpɪŋ] ΕΠΊΘ οικ προσδιορ
III.walloping [αμερικ ˈwɑləpɪŋ, βρετ ˈwɒləpɪŋ] ΕΠΊΡΡ οικ
- tremendo οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.