Αγγλικά » Γερμανικά

ˈwork study ΟΥΣ

1. work study no pl ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ, ΕΜΠΌΡ:

Praktikum ουδ

2. work study ΕΜΠΌΡ (evaluation method):

Arbeitsstudie θηλ

work-study ˈpro·gramme ΟΥΣ ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ, ΟΙΚΟΝ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "work study" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文