Αγγλικά » Γερμανικά

I . wham [(h)wæm] ΕΠΙΦΏΝ οικ

1. wham (as sound effect):

wham, zap!

2. wham (emphasis for sudden action):

wham-bam [αμερικ ˌ(h)wæmˈbæm] ΕΠΊΘ αμετάβλ esp αμερικ μτφ οικ

1. wham-bam (sudden):

2. wham-bam (quick):

ruck, zuck οικ
schnelle Nummer meist μειωτ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文