Αγγλικά » Γερμανικά

ma'am1 [mæm] ΟΥΣ

ma'am συντομογραφία: madam

ma'am
gnädige Frau τυπικ

Βλέπε και: madam

mad·am [ˈmædəm] ΟΥΣ

2. madam μειωτ οικ (girl):

Prinzesschen ουδ ειρων μειωτ

3. madam of brothel:

Puffmutter θηλ χυδ
Bordellwirtin θηλ

ma'am2 [mɑ:m] ΟΥΣ βρετ

ma'am
Majestät θηλ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

yes sir/madam [or αμερικ ma'am]
schnelle Nummer meist μειωτ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文