Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „walk away“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

walk away ΡΉΜΑ αμετάβ

1. walk away (remove sth):

3. walk away μειωτ (stop dealing with):

etw δοτ ausweichen [o. aus dem Weg gehen]

4. walk away (escape unhurt):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "walk away" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文