Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „shamefully“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

shame·ful·ly [ˈʃeɪmfəli] ΕΠΊΡΡ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be shamefully neglected
I'm shamefully behind with my work

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Most of them are female and were bedecked with a profusion of jewelry, such as rings, bracelets and ear-rings, and wore their bosoms and arms shamefully bare.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "shamefully" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文