Αγγλικά » Γερμανικά

roil [rɔɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

μτφ his mind was roiling

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The conflict over the demolition was emblematic of a deeper political rift between the two men that was roiling the entire council.
en.wikipedia.org
This swift current can lead to standing waves, large whirlpools, and roiling eddies.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "roiling" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文