Αγγλικά » Γερμανικά

ˈkib·itz·ing ΟΥΣ no pl οικ

kib·itz [αμερικ ˈkɪbɪts] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ ιδιωμ

1. kibitz ΤΡΆΠ:

2. kibitz (chat):

mit jdm quatschen οικ

3. kibitz οικ (advise):

to kibitz away αμερικ ιδιωμ οικ
[durch]quatschen οικ
[just] kibitz away! (in blogs etc) αμερικ ιδιωμ οικ
legt einfach los! οικ
to kibitz the day away αμερικ ιδιωμ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文