Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „devoir“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

de·voir [dəˈvwɑ:ʳ, αμερικ -ˈvwɑ:r] ΟΥΣ

1. devoir (duty):

devoir
Pflicht θηλ
to do one's devoir

2. devoir pl (respect):

jdm seine Aufwartung machen απαρχ τυπικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to do one's devoir

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "devoir" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文