Αγγλικά » Γερμανικά

I . cor·re·late [ˈkɒrəleɪt, αμερικ ˈkɔ:r-] ΡΉΜΑ μεταβ

to correlate sth with sth
etw mit [o. zu] etw δοτ in Beziehung setzen

II . cor·re·late [ˈkɒrəleɪt, αμερικ ˈkɔ:r-] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文