Αγγλικά » Γερμανικά

clued up [ˈklu:dʌp] ΕΠΊΘ βρετ, αυστραλ

über etw αιτ im Bilde sein οικ

clue up ΡΉΜΑ μεταβ αυστραλ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

über etw αιτ im Bilde sein οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文