Αγγλικά » Γερμανικά

bit·er [ˈbaɪtəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ

ˈan·kle-bit·er ΟΥΣ esp αμερικ, αυστραλ χιουμ

Krabbelkind ουδ ΟΔΓ οικ
Balg αρσ o ουδ meist μειωτ οικ

ˈnail-bit·er ΟΥΣ

1. nail-biter (person):

Nägelkauer(in) αρσ (θηλ)

toe biter, (creeping) water bug ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

the biter is bit

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "biter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文