Αγγλικά » Γερμανικά

bon mot <pl bons mots> [ˌbɔ͂:(m)ˈməʊ, αμερικ ˌbɔ͂:nˈmoʊ] ΟΥΣ

Bonmot ουδ τυπικ

Bon priest [bɔ͂(ŋ)ˈ-, αμερικ bɔ͂nˈ-] ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ

Bön-Priester(in) αρσ (θηλ)

bon vi·vant <pl bons vivants> [ˌbɔ͂:(ŋ)viˈvɑ͂(ŋ), αμερικ ˌbɑ:nvi:ˈvɑ:nt] ΟΥΣ

Lebemann αρσ μειωτ

bon vo·yage [ˌbɔ͂:(ŋ)vɔɪˈɑ:ʒ, αμερικ ˌbɑ:nvwaɪˈ-] ΕΠΙΦΏΝ

bon vi·veur <pl bons viveurs> [ˌbɔ͂:(ŋ)viˈvɜ:ʳ] ΟΥΣ βρετ

Lebemann αρσ μειωτ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文