I.characteristic [βρετ karəktəˈrɪstɪk, αμερικ ˌkɛr(ə)ktəˈrɪstɪk] ΟΥΣ
1. characteristic (trait):
- characteristic (of place, theory, work)
- caractéristique θηλ
2. characteristic ΜΑΘ:
- caractéristique θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.