d'affari στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για d'affari στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

1. affare (acquisto vantaggioso):

2. affare (transazione):

4. affare (storia, vicenda):

a sticky wicket οικ

6. affare (problema, questione):

bell'affare! ειρων

1. affari ΟΙΚΟΝ (attività lucrative):

uomo, donna d'affari
incaricato d'affari
giro d'affari

2. affari (fatti personali):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
procacciatore d'affari

Μεταφράσεις για d'affari στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
uomo αρσ d'affari
donna θηλ d'affari
donna θηλ d'affari
incaricato αρσ d'affari
relazione θηλ d'affari
viaggio αρσ d'affari
dirigente αρσ θηλ di banca d'affari
banchiere αρσ di banca d'affari / banchiera θηλ di banca d'affari
banca θηλ d'affari
colazione θηλ d'affari, di lavoro

d'affari στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'affari στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Μεταφράσεις για d'affari στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
incaricato(-a) αρσ (θηλ) d'affari
viaggio αρσ d'affari
donna θηλ d'affari
uomo αρσ d'affari
volume αρσ d'affari

d'affari Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

giro d'affari
uomo d'affari
incaricato(-a) αρσ (θηλ) d'affari

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Ιταλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski