Ελληνικά » Γερμανικά

τρυφερότητα [trifɛˈrɔtita] SUBST θηλ

1. τρυφερότητα (απαλότητα):

Zartheit θηλ

2. τρυφερότητα (στοργή):

Zärtlichkeit θηλ

τρυφερ|ός <-ή, -ό> [trifɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. τρυφερός (απαλός, ευαίσθητος):

2. τρυφερός (στοργικός):

τρυφεράδα [trifɛˈraða] SUBST θηλ

I . τρυφερ|αίνω <-ανα> [trifɛˈrɛnɔ] VERB μεταβ

II . τρυφερ|αίνω <-ανα> [trifɛˈrɛnɔ] VERB αμετάβ

δροσερότητα [ðrɔsɛˈrɔtita] SUBST θηλ (φρεσκάδα)

στυγερότητα [stijɛˈrɔtita] SUBST θηλ

στρυφνότητα [strifˈnɔtita] SUBST θηλ

1. στρυφνότητα (γεύσης):

Strenge θηλ

2. στρυφνότητα (χαρακτήρα):

3. στρυφνότητα (ύφος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский