Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρυφνότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρυφνότητα [strifˈnɔtita] SUBST θηλ

1. στρυφνότητα (γεύσης):

στρυφνότητα
Strenge θηλ

2. στρυφνότητα (χαρακτήρα):

στρυφνότητα

3. στρυφνότητα (ύφος):

στρυφνότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский