Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τομάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τομάρι [tɔˈmari] SUBST ουδ

1. τομάρι (πετσί):

τομάρι
Leder ουδ
γλιτώνω το τομάρι μου

2. τομάρι (παλιάνθρωπος):

τομάρι
Schuft αρσ
είναι τομάρι!

Παραδειγματικές φράσεις με τομάρι

είναι τομάρι!
σώζω το τομάρι μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский