Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τομέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τομέας [tɔˈmɛas] SUBST αρσ

2. τομέας (περιοχή, χώρος, πεδίο):

τομέας
Gebiet αρσ
τομέας
Bereich αρσ
τομέας απασχόλησης
τομέας εργασίας

3. τομέας (δόντι):

τομέας
Schneidezahn αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τομέας

τομέας αρσ απασχόλησης
δημόσιος τομέας
θεσμικός τομέας EE
πρωτογενής τομέας ΟΙΚΟΝ
ιδιωτικός τομέας ΟΙΚΟΝ
αναπτυξιακός τομέας ΟΙΚΟΝ
γεωργικός τομέας
κυκλικός τομέας ΜΑΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский