Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τόλμημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τόλμημα [ˈtɔlmima] SUBST ουδ

1. τόλμημα (τολμηρή πράξη):

τόλμημα
Wagnis ουδ

2. τόλμημα (πράξη θράσους):

τόλμημα
Dreistigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский