Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τομή [tɔˈmi] SUBST θηλ

1. τομή (κόψιμο):

τομή
Schnitt αρσ
αξονική τομή
Achsenschnitt αρσ
Querschnitt αρσ
τομή κατά μήκος
Längsschnitt αρσ
διαμήκης τομή
Längsschnitt αρσ
Kaiserschnitt αρσ
κωνική τομή
Kegelschnitt αρσ
πλάγια τομή
Schnittpunkt αρσ

2. τομή ΓΕΩΜ:

τομή
Schnittpunkt αρσ
χρυσή τομή θηλ ΑΡΧΙΤ μτφ
goldener Schnitt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τομή

πλάγια τομή
κωνική τομή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский