Ελληνικά » Γερμανικά

σοβαρότητα [sɔvaˈrɔtita] SUBST θηλ

1. σοβαρότητα (κατάστασης, ύφους):

Ernst αρσ

2. σοβαρότητα (σημαντικότητα):

Bedeutung θηλ

σοβαροφαν|ής <-ής, -ές> [sɔvarɔfaˈnis] ΕΠΊΘ

σοβαρ|εύω <-εψα> [sɔvaˈrɛvɔ] VERB αμετάβ, σοβαρ|εύομαι [sɔvaˈrɛvɔmɛ] <-εύτηκα> VERB αυτοπ ρήμα

σοβαροφάνεια [sɔvarɔˈfania] SUBST θηλ

σοβατζ|ής <-ήδες> [sɔvaˈdzis] SUBST αρσ

σοβατί|ζω [sɔvaˈtizɔ], σοβαντί|ζω [sɔvanˈdizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

σοβαρ|ός <-ή, -ό> [sɔvaˈrɔs] ΕΠΊΘ

2. σοβαρός (αξιόπιστος):

3. σοβαρός (σημαντικός):

υποκατάστατο [ipɔkaˈtastatɔ] SUBST ουδ

βαροταξία [varɔtaˈksia] SUBST θηλ ΒΙΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский