Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σοβαρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σοβαρ|εύω <-εψα> [sɔvaˈrɛvɔ] VERB αμετάβ, σοβαρ|εύομαι [sɔvaˈrɛvɔmɛ] <-εύτηκα> VERB αυτοπ ρήμα

σοβαρεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский