Ελληνικά » Γερμανικά

πρόσκρουσ|η <-εις> [ˈprɔskrusi] SUBST θηλ

παλμοφέρουσα [palmɔˈfɛrusa] SUBST θηλ ΤΗΛ

προσ|φεύγω <-έφυγα> [prɔsˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

πρόσφορο [ˈprɔsfɔrɔ] SUBST ουδ

προσφορά [prɔsfɔˈra] SUBST θηλ

1. προσφορά:

Angebot ουδ
Sonderangebot ουδ
Scheinangebot ουδ
Jobangebot ουδ
Preisangebot ουδ
Überangebot ουδ
Überangebot ουδ an Wein δοτ
Geldmenge θηλ
αίτηση θηλ προσφοράς ΟΙΚΟΝ
Angebotskurve θηλ
Gesamtangebot ουδ

2. προσφορά (ειδικά σε πλειστηριασμό):

Gebot ουδ

πρόσφορ|ος <-η, -ο> [ˈprɔsfɔrɔs] ΕΠΊΘ

προσφώνησ|η <-εις> [prɔsˈfɔnisi] SUBST θηλ

1. προσφώνηση (εναρκτήριος λόγος):

Ansprache θηλ

2. προσφώνηση (το πώς απευθύνεται κανείς σε κάποιον):

Anrede θηλ

προσ|κρούω <-έκρουσα> [prɔsˈkruɔ] VERB αμετάβ

1. προσκρούω:

2. προσκρούω μτφ (σε δυσκολίες):

stoßen auf +αιτ

προπαραλήγουσα [prɔparaˈliɣusa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский