Ελληνικά » Γερμανικά

αίτησ|η <-εις> [ˈɛtisi] SUBST θηλ

1. αίτηση (έγγραφη):

αίτηση για
Antrag αρσ auf +αιτ
έγγραφη αίτηση
Antragsempfänger(in) αρσ (θηλ)
Antragsrecht ουδ
Antragsfrist θηλ

2. αίτηση (παράκληση, ζήτηση):

αίτηση
Gesuch ουδ

3. αίτηση Η/Υ:

αίτηση
Aufruf αρσ
Seitenaufruf αρσ
Hits αρσ πλ

δήλωση/εγγραφή/αίτηση

Καταχώριση χρήστη

Παραδειγματικές φράσεις με αίτηση

αίτηση θηλ άδειας
αίτηση θηλ παραίτησης
αίτηση θηλ προσχώρησης
αίτηση θηλ διάλυσης ΟΙΚΟΝ
αίτηση θηλ εισαγωγής
αίτηση θηλ προσφοράς ΟΙΚΟΝ
αίτηση θηλ πτώχευσης
αίτηση θηλ σύνταξης
αίτηση θηλ χρεοκοπίας
αίτηση θηλ εγγραφής
έγγραφη αίτηση
Anfrage θηλ
αίτηση θηλ για διεξαγωγή απόδειξης ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский