Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νόμος [ˈnɔmɔs] SUBST αρσ

1. νόμος (δικαίου, φυσικός):

νόμος
Gesetz ουδ
όπως ο νόμος ορίζει
φυσικός νόμος
Naturgesetz ουδ
ο νόμος της ζούγκλας
γεωργικός νόμος
Agrargesetz ουδ
εμπορικός νόμος
Handelsgesetz ουδ
ισχύων νόμος
geltendes Gesetz ουδ
Bundesgesetz ουδ
Rahmengesetz ουδ
ποινικός νόμος
Strafgesetz ουδ
Bankgesetz ουδ
Steuergesetz ουδ
Gesetzespaket ουδ

2. νόμος (κανόνας):

νόμος
Regel θηλ

νομός [nɔˈmɔs] SUBST αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με νόμος

νόμος αρσ συναλλάγματος
νόμος αρσ διάθλασης
φυσικός νόμος
ισχύων νόμος
ποινικός νόμος
Bankgesetz ουδ
Baugesetz ουδ
ιδρυτικός νόμος ΝΟΜ
ηθικός νόμος
νόμος αρσ των μεγάλων αριθμών ΣΤΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский