Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαίωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαίωμα [ðiˈcɛɔma] SUBST ουδ

1. δικαίωμα ΝΟΜ (απαίτηση, αξίωση):

δικαίωμα
Recht ουδ
έχω δικαίωμα σε κάτι
ein Recht auf etw αιτ haben
έχω δικαίωμα να ξέρω αν
δεν έχεις δικαίωμα να
αυτό δε σου δίνει το δικαίωμα να
δικαίωμα απεργίας
Streikrecht ουδ
αποκλειστικό δικαίωμα
Alleinrecht ουδ
αποκλειστικό δικαίωμα
Exklusivrecht ουδ
απόλυτο δικαίωμα
absolutes Recht ουδ
ειδικό δικαίωμα
Sonderrecht ουδ
δικαίωμα εκμετάλλευσης
Nutzungsrecht ουδ
δικαίωμα εργασίας
Recht ουδ auf Arbeit
θεμελιώδες δικαίωμα
Grundrecht ουδ
κοινό δικαίωμα
Gesamtrecht ουδ
δικαίωμα παραμονής
δικαίωμα ψήφου
Wahlrecht ουδ
εκλογικό δικαίωμα
Wahlrecht ουδ
δικαίωμα εκπαίδευσης
Recht ουδ auf Bildung
Urheberrecht ουδ
Copyright ουδ ενικ
πολιτικό δικαίωμα
πολιτικό δικαίωμα
Bürgerrecht ουδ
δικαίωμα προστασίας
Schutzrecht ουδ
Verlagsrecht ουδ ενικ
die Menschenrechte ουδ πλ
εκλογικό δικαίωμα
Wahlrecht ουδ
Rechtsverlust αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δικαίωμα

δικαίωμα ουδ πληροφόρησης
δικαίωμα ουδ πρωτοβουλίας EE
δικαίωμα ουδ προσφυγής
Regress αρσ
δικαίωμα ουδ χρήσης
δικαίωμα ουδ διανομής
δικαίωμα θηλ είσπραξης ΝΟΜ
δικαίωμα ουδ εποπτείας
δικαίωμα ουδ πρόσβασης ΝΟΜ
δικαίωμα ουδ προσβολής
δικαίωμα ουδ αγοράς ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kaufoption θηλ
δικαίωμα ουδ επερώτησης
δικαίωμα ουδ ιδιοποίησης
δικαίωμα ουδ ανάκλησης
δικαίωμα ουδ απεργίας
δικαίωμα ουδ αποζημιώσεων
δικαίωμα ουδ ασύλου
Asylrecht ουδ
δικαίωμα ουδ αυτοδιάθεσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский